λυπηρή

λυπηρή
λῡπηρή , λυπηρός
painful
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κακευχία — κακευχία, ἡ (Α) λυπηρή, αμήχανη κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • παράπονο — το 1. λυπηρή ψυχική κατάσταση ατόμου η οποία προήλθε από αδικία ή από κακοτυχία 2. έκφραση δυσαρέσκειας, διαμαρτυρία, μεμψιμοιρία 3. φρ. α) «τό χω παράπονο» αισθάνομαι πικρία για κάτι β) «μέ παίρνει το παράπονο» ή «μέ πιάνει το παράπονο»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”